Είναι αρκετά δύσκολο να εξηγήσει κανείς το πάθος της μοτοσυκλέτας σε κάποιον που δεν είναι μυημένος στην μαγεία των δυο τροχών.
“μα είναι πολύ επικίνδυνο, βρέχεσαι και κρυώνεις τον χειμώνα, δεν μπορείς να ακούσεις μουσική και να χαλαρώσεις σε μεγάλα ταξίδια… είναι πολύ θορυβώδες,” και φυσικά… το τελικό επιχείρημα “θα σκοτωθείς”
Όσοι όμως καβάλησαν για λίγο διάστημα μια μοτοσυκλέτα, οποιουδήποτε είδους, σε οποιοδήποτε μέρος της γης, αποκτούν μια διαφορετική κατανόηση αυτής της παρανοϊκής λατρείας που μας διακατέχει. Και αν τους ρωτήσουμε ενδέχεται να πουν κάτι σαν: σου δίνει πιο πολύ ελευθερία, νιώθεις τον αέρα στο πρόσωπό σου, γίνεσαι ένα με την μηχανή. Αν και τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αναληθές, θα ακούγονταν σαν αποτυχημένοι πωλητές σε μια αντιπροσωπία της Harley Davidson. Ελευθερία στη μετακίνηση σου δίνει οποιοδήποτε όχημα. Μπορείς να νιώσεις τον αέρα στο πρόσωπό σου οδηγώντας ένα κάμπριο αυτοκίνητο, ενώ ένα καλό και μικρό roadster σε έναν καλό δρόμο, αναμφισβήτητα θα σε κάνει να νιώσεις ένα με το αμάξι. Δεν είναι λοιπόν μόνο εκεί η ουσία.
Η πηγή της εμμονής και αυτού του ιδιαίτερου δεσμού με την μοτοσυκλέτα βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Στους κραδασμούς που μεταδίδονται από το μοτέρ, στο πλαίσιο, στη σέλα, σε όλο σου το σώμα. Στους ήχους. Όχι μόνο της εξάτμισης. Σε όλους τους ήχους που παράγονται. Τα κλειδιά, το choke, η μίζα. Κι αν είσαι από τους τυχερούς του κλασικού kick-starter, είσαι περήφανος ιδιοκτήτης μιας μηχανής του χρόνου. Έπειτα είναι ο λίγο πιο μεταλλικός βρυχηθμός του μοτέρ σε ένα cold start. Και μετά, η στιγμή που βάζεις πρώτη. Αυτό το ‘’κλικ΄΄. Κάθε φορά που βάζεις πρώτη. Εκείνο το μικρό τίναγμα προς τα εμπρός. Σαν να σου λέει πως είναι έτοιμη να καλπάσει, να πετάξει. Μετά από αυτήν την ιεροτελεστία, ήρθε η ώρα ν’απογειωθείς.
Το ζέσταμα των ελαστικών κάθε φορά που ξεκινάς. Όχι ότι ζεσταίνονται ιδιαίτερα με τα λίγα τεμπέλικα ζιγκ-ζαγκ που κάνεις, αλλά αρκούν να σε κάνουν να νιώσεις λες και είσαι στον warm up lap ενός αγώνα motogp. Οι στροφές. Ποια βαρύτητα; Οι γραμμές. Αυτή η όμορφη γεωμετρία. Μην ξεχνάς τις εναλλαγές βάρους. Θυμήσου να διαβάζεις συνεχώς τον δρόμο. Δυο κινήσεις μπροστά. Η γωνία της ασφάλτου. Ο συντελεστής τριβής της. Η κατάσταση των ελαστικών σου. Η κατεύθυνση του αέρα. Ο καιρός. Καθώς όλα αυτά υπολογίζονται πλέον μηχανικά, το μυαλό αδειάζει. Μια σχεδόν διαλογιστική κατάσταση. Μια ηρεμία. Σιωπή…
Κι όταν επιστρέψεις και απ’αυτό το ταξίδι σου, σταματάς. Σβήνεις το μοτέρ, κατεβάζεις τη στέκα, κλειδώνεις το τιμόνι. Κατεβαίνεις. Ακόμη μια ιδιαίτερη ρουτίνα. Ακούς τα μέταλλα του κινητήρα να κάνουν ‘’κρακ’’ καθώς πέφτει η θερμοκρασία του. Αγγίζεις τα λάστιχα για να δεις ποια μεριά είναι πιο ζεστή. Χαμογελάς με μια κρυφή ικανοποίηση, λες και τα έλιωσες. Την κοιτάς για μια τελευταία φορά πριν απομακρυνθείς.
Με το κράνος στο χέρι, φορώντας όλα τα προστατευτικά σου. Περπατάς αλλιώτικα, με την αυτοπεποίθηση που θα άρμοζε σε έναν μεσαιωνικό ιππότη. Στο μυαλό σου είσαι αυτό ακριβώς καθώς βλέπει και τους άλλους περαστικούς να σε κοιτάνε. Τι κι αν σκέφτονται ‘’που πας βρε κάγκουρα’’ εσύ ακούς ‘’ουάου’’. Που όντως αυτό θα σκέφτεται ο πιτσιρικάς πιο πέρα με το ποδηλατάκι του που τρώει παγωτό. ‘’Ουάου έτσι θέλω να είμαι όταν μεγαλώσω’’. Κι εσύ χαμογελάς επειδή κάτι σου θυμίζει εκείνος ο πιτσιρικάς. Χαμογελάς και τόσο θες να πλησιάσεις και να του πεις ένα μυστικό: ποτέ δεν μεγαλώνουμε.
Οδηγάμε μηχανές, επειδή είμαστε ακόμη παιδιά.